- αρχιλιμενοφύλακας
- οβαθμός υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + λιμενοφύλαξ(-κας). Ο τ. αρχιλιμενοφύλακες μαρτυρείται από το 1896 στα Βασιλικά διατάγματα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek